Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κανονιά

  • 1 κανονιά

    [канонья] ουσ. 9. пушечный выстрел

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κανονιά

  • 2 выстрел

    выстрел м о πυροβολισμός, - η βολή η τουφεκιά (из винтовки)· η κανονιά (из пушки) выстрелить πυροβολώ, ρίχνω με όπλο
    * * *
    м
    ο πυροβολισμός, η βολή; η τουφεκιά ( из винтовки); η κανονιά ( из пушки)

    Русско-греческий словарь > выстрел

  • 3 мясо

    мясо
    с τό κρέας:
    свежее \мясо φρέσκο κρέας· консервированное \мясо κρέας κονσέρβα· жареное \мясо τό ψητό· тушеное \мясо τό γιαχνί· ◊ пушечное \мясо τό κρέας γιά τά κανόνια, ἡ τροφή γιά τά κανόνια· ни рыба ни \мясо νερόβραστος (άνθρωπος)· дикое \мясо мед. τό παρασάρκωμα.

    Русско-новогреческий словарь > мясо

  • 4 выстрел

    выстрел
    м ὁ πυροβολισμός, ἡ ἐκπυρσοκρότηση, τό σμπάρο:
    холостой \выстрел ἡ ἀσφαιρος βολή· орудийный \выстрел ἡ κανονιά· дальность \выстрела ἡ ἀπόσταση βολής· ◊ одним \выстрелом двух зайцев убить разг μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια.

    Русско-новогреческий словарь > выстрел

  • 5 лить

    лить
    несов
    1. χύνω:
    \лить вино́ χύνω κρασί·.
    2. (литься, течь) χύνομαι, τρέχω:
    дождь льет βρέχει δυνατά·
    3. тех. χύνω (μέταλλα):
    \лить пу́шки χύνω κανόνια· ◊ \лить воду на чыо-л. мельницу χύνω νερό στό μύλο κάποιου· \лить слезы χύνω δάκρυα.

    Русско-новогреческий словарь > лить

  • 6 переливать

    переливать
    несов
    1. μεταγγίζω, χύνω/ τραβατζάρω (вино, масло):
    \переливать кровь мед. κάνω μετάγγιση αίματος·
    2. (через край) κάνω νά ξεχειλίσει·
    3. (переплавлять) ξαναλυώνω (μετ.), ἀνατήκω, ξαναχύνω:
    \переливать колокола в пушки ξαναλυώνω τις καμπάνες γιά νά κάνω κανόνια·
    4. (о красках) ίριδίζω, ἀντανακλώ:
    \переливать всеми цветами радуги ίριδίζω (или ἀντανακλώ) ὅλα τά χρώματα· ◊ \переливать из пустого в порожнее разг ἀεροκοπανῶ, κάνω τόν ἄνεμο κουβάρι.

    Русско-новогреческий словарь > переливать

  • 7 пушечный

    пушечн||ый
    поил. τοῦ πυροβόλου, τοῦ κανονιοῦ, τοῦ τηλεβόλου:
    \пушечныйая пальба τό κανονίδι· ◊ \пушечныйое мясо ἡ τροφή γιά τά κανόνια, τά σφαχτάρια.

    Русско-новогреческий словарь > пушечный

  • 8 ухать

    у́ха||ть
    несов разг:
    в ро́ще \ухатьл фи́лни στό δασάκι Εσκουζε ὁ μποῦφος· где-то ухают пу́шки κἄπου βροντοῦν τά κανόνια.

    Русско-новогреческий словарь > ухать

  • 9 бухнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. бухнул, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. βροντώ, κροτώ, ηχώ•

    за лесом -ли орудия πέρα από το δάσος βρόντησαν τα κανόνια.

    2. κρούω, χτυπώ, βαρώ•

    бухнуть в колокол χτυπώ την καμπάνα.

    || ρίχνω με κρότο.
    3. βλ. бухнуться.
    4. βλ. брякнуть
    5. φουσκώνω (από υγρασία)•

    доска -ет от сырости η σανίδα φουσκώνει από την υγρασία.

    πέφτω, καταρρέω.

    Большой русско-греческий словарь > бухнуть

  • 10 выстрел

    α.
    1. πυροβολισμός•

    раздался -ακούστηκε πυροβολισμός, έπεσε τουφεκιά•

    он сдался без -а παραδόθηκε χωρίς να ρίξει τουφεκιά•

    произвести выстрел πυροβολώ.

    2. εκπυρσοκρότηση•

    звук -а ο κρότος της εκπυρσοκρότησης•

    орудийный выстрел η κανονιά.

    || βολή•

    холостой άσφαιρη βολή.

    εκφρ.
    на выстрел – όσο κόβει το τουφέκι.

    Большой русско-греческий словарь > выстрел

  • 11 замолкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. замолк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замолкший, κ. замолкнувший
    ρ.σ.
    1. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω•

    ребенок замолк и заснул το παιδάκι σώπασε και αποκοιμήθηκε•

    -ли пушки σίγησαν τα κανόνια.

    || σταματώ την αλληλογραφία, τηρώ σιγή.
    2. παύω, σταματώ (για ήχο)•

    шаги на лестнице -ли τα πατήματα στη σκάλα σταμάτησαν•

    шум -олк ο θόρυβος έπαψε.

    3. (γιά αισθήματα, λογικό) δεν λειτουργώ•

    рассудок -олк το λογι-? κό έπαψε να λειτουργεί.

    Большой русско-греческий словарь > замолкнуть

  • 12 лить

    лью, льшь, παρελθ. χρ. лил, -лила, лило; προστκ. лей, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. литый, βρ: лит
    -а, лито
    ρ.δ.
    1. χύνω•

    лить воду χύνω νερό.

    || κερνώ•

    лить вино κερνώ κρασί.

    || μτφ. αναδίδω, σκορπώ• διαχέω•

    цветы льют ароматы τα λουλούδια σκορπούν ευωδιά.

    2. ρέω, τρέχω, κυλώ•

    вода льёт из крана το νερό τρέχει, από την κάνουλίχ.

    3. μ. φτιάχνω, κατασκευάζω•

    лить пушки χύνω κανόνια•

    лить колокола χύνω καμπάνες.

    εκφρ.
    лить слёзы – χύνω δάκρυα.
    1. χύνομαι.
    2. μτφ. αναδίδομαι, εκπέμπομαι,• διαχέομαι, διαδίδομαι. || (για ομιλία, λόγο) βγαίνω, ρέω.

    Большой русско-греческий словарь > лить

  • 13 мясо

    ουδ.
    1. κρέας•

    варёное мясо βραστό (βρασμένο) κρέας•

    жареное мясо ψητό (τηγανιστό ή γιαχνιστό) κρέας•

    купить -а αγοράζω κρέας•

    пирог с -ом κρεατόπιτα•

    куриное мясо κοτίσιο κρέας.

    || βοδινό κρέας•

    купить -а и свинины αγοράζω βοδινό και χοιρινό κρέας.

    2. το ψαχνό, σαρκώδες μέρος του σώματος. || το σαρκώδες μέρος των καρπών και φυτών.
    εκφρ.
    пушечное мясо – κρέας για τα κανόνια (για τροφή των κανονιών)•
    с -ом вырвать ή оторвать – κόβω το κουμπί μαζί με το πανί.

    Большой русско-греческий словарь > мясо

  • 14 отгрохать

    ρ.σ.
    1. παύω να βροντώ•

    пушки -ли τα κανόνια σίγασαν.

    2. μτφ. (απλ.) τελειώνω το χτίσιμο, την οικοδομή.

    Большой русско-греческий словарь > отгрохать

  • 15 пушечный

    επ.
    του πυροβόλου, του κανονιού•

    -ые ядра βλήματα πυροβολικού•

    пушечный выстрел κανονιά•

    -ая стрельба κανονιοβολισμός, κανον ίδι.

    Большой русско-греческий словарь > пушечный

См. также в других словарях:

  • κανονιά — η [κανόνι] 1. βολή πυροβόλου, κανονιού 2. συνεκδ. βροντή, κρότος βολής πυροβόλου 3. μτφ. χρεωκοπία οικονομική 4. μτφ. αποτυχία μαθητή, απόρριψη …   Dictionary of Greek

  • κανονιά — η βολή κανονιού: Έπεσαν και μερικές κανονιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανόνια — κανόνιον small bar neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δραγατσάνι — (ρουμ. Dragasani). Πόλη (20.800 κάτ. το 2002) της Μικρής Βλαχίας της Ρουμανίας, όπου στις 7 Ιουνίου 1821 κρίθηκε οριστικά το επαναστατικό κίνημα της Μολδοβλαχίας. To κίνημα οδηγήθηκε μοιραία στην αποτυχία, μετά την καταδίκη του από τον τσάρο και… …   Dictionary of Greek

  • κανόνι — το (λ. ενετ.) 1. πυροβόλο, τηλεβόλο: Οι Τούρκοι έφεραν από τη Λαμία δέκα κανόνια. 2. βολή πυροβόλου, κανονιά: Στο βάθος του βουνού ακούγονταν κανόνια. 3. η φράση «το σκάζω κανόνι» σημαίνει απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου και ιδιαίτερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • CANON — I. CANON Graece Κανὼν, regula, ad quam praeducebantur lineae. Epigrammata dedicatoria, ἀπὸ ταχυγράφων: Καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην: dirigentem videl. stilum ferreum vel plumbum, ut lineae, quibus scriptura instaret, rectitudinem haberent… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 …   Dictionary of Greek

  • BALANUS — I. BALANUS Graece Βάλανος, palmula, a glandis fimilitudine; qualis fructus eius palmae, quae myrobalano, i. e. balano myrepsicae pomum finile gignit. De qua vide Salmas. ad Solin. p. 1319. et seqq. Quod nomen Graeeiae populare, de palmae dactylis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OBICES ferrati portarum — apud Amm. Marcellin. l. 21. qui Graecis σεσιδηρωμένοι μοχλοὶ, iidem sunt cum claustris, quae foribus praeducta dicit Germanicus, in paraphrasi Arati, ubi de sidere Cassiopeae, Qualis ferratos obicit clavicula dentes, Succutit et foribus praeducti …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VERUCULO pingendi Ars — memoratur Plinio, l. 35. c. 11. ubi de Encaustice: Encaustô pingendi duo fuisse genera antiquitus constat, cerâ et in ebore cestro; td est, veruculo, donec classes pingt coepêre. est autem veruculus, seu veruculum diminutivum a veru, quod telum… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»